ἰδιωφελής

ἰδιωφελής
ἰδῐωφελής [ῐδ], ές,
A of private benefit, opp.

κοινωφελής, νόμος Archyt.

ap.Stob.4.1.138, cf.Alex.Aphr.in Top.234.16, Sch.Arr.Epict.4.10.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰδιωφελής — of private benefit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιωφελής — ές (Α ἰδιωφελής, ές) ο ατομικά ωφέλιμος, αυτός που αποφέρει ατομική και όχι κοινωνική ωφέλεια νεοελλ. αυτός που επιδιώκει προσωπικό όφελος, ο συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ωφελής (< όφελος, με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • ἰδιωφελοῦς — ἰδιωφελής of private benefit masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιωφέλεια — η [ιδιωφελής] 1. ιδιωτική, ατομική ωφέλεια 2. επιδίωξη ατομικού συμφέροντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”